- νεωτερίζον
- νεωτερίζωmakeinnovationspres part act masc voc sgνεωτερίζωmakeinnovationspres part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεωτερίζω — (ΑΜ νεωτερίζω) [νεώτερος] επιχειρώ κάτι το καινούργιο, επιφέρω νεωτερισμούς και καινοτομίες («τὸ μὴ νεωτερίζειν περὶ γυμναστικὴν καὶ μουσικήν», Πλάτ.) νεοελλ. ασπάζομαι νεώτερες αντιλήψεις γύρω από ένα ζήτημα, εγκολπώνομαι νέα συστήματα,… … Dictionary of Greek
Δούγκας, Στέφανος — (Τίρναβος, Θεσσαλία 1760; – Μολδαβία 1830).Λόγιος, κληρικός και καθηγητής των φυσικών επιστημών. Μαθήτευσε κοντά στον φημισμένο δάσκαλο του χωριού του, Ιωάννη Πέζαρο. Αργότερα σπούδασε φυσική και μαθηματικά σε διάφορα πανεπιστήμια της Γερμανίας.… … Dictionary of Greek